αγορα

αγορα
    ἀγορά
    ἥ
    1) народное собрание
    

(ἀγορήνδε καλέσσασθαι или κηρύσσειν Hom.)

    2) собрание, совещание
    

ἀγορὰν ποιῆσαι τῶν φυλῶν Aeschin. — созвать совещание фил;

    ἀγοραὴ Πυλάτιδες Soph. — собрания амфиктионий (происходившие к сев. от Фермопил, при Антеле)

    3) речь в народном собрании
    

(ἀγορὰς ἀγορεύειν Hom.)

    εἰδὼς ἀγορέων Hom. — опытный оратор

    4) место собраний, городская площадь
    

εἰν ἀγορῇ κρίνειν θέμιστας Hom. — вершить суд на площади;

    ἐν ἀγορᾷ πληθούσῃ Plat. или περὴ ἀγορὰν πλήθουσαν Xen. — в часы наибольшего оживления на площади

    5) базарная площадь, рынок, торговые ряды
    

ἐξ ἀγορᾶς ὠνεῖσθαι или πρίασθαι Xen. etc. — покупать на рынке;

    οἱ ἐκ τῆς ἀγορᾶς Xen. — рыночные торговцы;
    πονηρὸς κἀξ ἀγοπᾶς Arph. — рыночный бродяга, жулик

    6) товар, преимущ. продовольствие
    

ἀ. οὐδεμία παρῆν Xen. — продовольствия не было;

    ἀγορὰν παρασκευάζειν или παρέχειν Thuc. — доставлять продовольствие;
    σῖτος, οἶνος καὴ ἥ ἄλλη ἀ. Arst. — хлеб, вино и прочее продовольствие;
    ἀγορᾶς ἀφθονία Plut. — изобилие съестных припасов


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "αγορα" в других словарях:

  • ἀγορά — ἀγορά̱ , ἀγορά assembly fem nom/voc/acc dual ἀγορά̱ , ἀγορά assembly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγορά — Ἀγορά̱ , Ἀγορή fem nom/voc/acc dual Ἀγορά̱ , Ἀγορή fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγορᾷ — ἀγορά assembly fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγοράομαι meet in assembly pres subj mid 2nd sg ἀγοράομαι meet in assembly pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγοράζω frequent the fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγοράζω frequent the fut …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγορά — η 1. η προμήθεια με χρήματα πραγμάτων, το ψώνισμα: Σήμερα έχω να κάνω ορισμένες αγορές. 2. ο ορισμένος για αγοραπωλησίες τόπος: Πάω στην αγορά για ψώνια. 3. η προσφορά και ζήτηση στα χρηματιστήρια διαφόρων αξιών ή εμπορευμάτων: Η αγορά σήμερα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγορᾶ — ἀγοράζω frequent the fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀγορᾷ — Ἀγορή fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλφιτόπολις, αγορά — Ονομασία που είχαν στην αρχαιότητα η αλευραγορά και σιταγορά της Αθήνας και εκείνη του Πειραιά. Η πρώτη βρισκόταν κοντά στη Μακρά Στοά της μεγάλης αγοράς και η δεύτερη στη θέση της σημερινής πλατείας Καραϊσκάκη …   Dictionary of Greek

  • Κοινή Αγορά — Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση …   Dictionary of Greek

  • τἀγορᾷ — ἀγορᾷ , ἀγορά assembly fem dat sg (attic doric aeolic) ἀγορᾷ , ἀγοράομαι meet in assembly pres subj mid 2nd sg ἀγορᾷ , ἀγοράομαι meet in assembly pres ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) ἀγορᾷ , ἀγοράζω frequent the fut ind mid 2nd sg (epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»